κηροειδῆ

κηροειδῆ
κηροειδής
like wax
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κηροειδής
like wax
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κηροειδής
like wax
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κηροειδής — ές (Α κηροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες τού κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί… …   Dictionary of Greek

  • αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”